laborioso - ορισμός. Τι είναι το laborioso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι laborioso - ορισμός


laborioso      
laborioso      
adj.
1) Trabajador, aficionado al trabajo.
2) Trabajoso, penoso.
laborioso      
laborioso, -a (del lat. "laboriosus")
1 adj. Aplicado a personas, se dice del que, por inclinación natural, realiza con interés y asiduidad el trabajo que le es propio. *Cumplidor, *diligente, *trabajador.
2 Aplicado a cosas, se dice de lo que cuesta mucho trabajo por ser o resultar difícil: "Unas negociaciones laboriosas. Una crisis laboriosa. Un parto laborioso". *Difícil, trabajoso.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για laborioso
1. Recuerda el laborioso proceso de negociación para intercambiarlos por medicinas.
2. Es "el trabajo más laborioso", precisa Sánchez Almeida.
3. La preparación del papel donde los calígrafos dibujaban era algo laborioso.
4. Menos laborioso, el Recre optó por saltarse los pasos y las líneas.
5. Ordenado, laborioso y que en todo momento dirigió el tempo de la contienda a su antojo.
Τι είναι laborioso - ορισμός